ανεύρετος

ανεύρετος
-η, -ο
αυτός που δε βρέθηκε ή δεν μπορεί να βρεθεί: Τον ζήτησαν εκείνη τη μέρα παντού, αλλά ήταν ανεύρετος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνεύρετος — undiscovered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεύρετος — η, ο (Α ἀνεύρετος, ον) [ευρίσκω] εκείνος που δεν έχει ή είναι δύσκολο να βρεθεί, να ανακαλυφθεί …   Dictionary of Greek

  • ἀνεύρετον — ἀνεύρετος undiscovered masc/fem acc sg ἀνεύρετος undiscovered neut nom/voc/acc sg ἀνευρίσκω find out aor subj act 3rd dual (epic) ἀνευρίσκω find out aor subj act 2nd dual (epic) ἀνευρίσκω find out aor imperat act 2nd dual ἀνευρίσκω find out aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνευρέτου — ἀνεύρετος undiscovered masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνευρέτους — ἀνεύρετος undiscovered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνευρέτων — ἀνεύρετος undiscovered masc/fem/neut gen pl ἀνευρίσκω find out aor imperat act 3rd pl ἀνευρίσκω find out aor imperat act 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεύρετα — ἀνεύρετος undiscovered neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεύρετε — ἀνεύρετος undiscovered masc/fem voc sg ἀνευρίσκω find out aor subj act 2nd pl (epic) ἀνευρίσκω find out aor imperat act 2nd pl ἀνευρίσκω find out aor ind act 2nd pl ἀνευρίσκω find out aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεύρετοι — ἀνεύρετος undiscovered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελεφάντης, Άγγελος — (Καρπενήσι 1936 –). Κοινωνιολόγος και δημοσιογράφος. Το 1948 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ολοκλήρωσε τη βασική εκπαίδευση στο γυμνάσιο Χαλανδρίου και το 1962 αποφοίτησε από τη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη δεκαετία 1964 74 έζησε στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”